- επιφανής
- Τιμητικός τίτλος. Το υπερθετικό του ε., επιφανέστατος ή νοβελίσιμος, καθιερώθηκε ως τιμητικός τίτλος κατά τον 3o αι. μ.Χ., κυρίως ως επίθετο του τίτλου καίσαρ. Τον τίτλο του ε. μεταβίβαζαν οι αυτοκράτορες στους γιους τους και, αργότερα, το επίθετο εξελίχθηκε σε ανεξάρτητο τίτλο. Ο Ιοβιανός, που έζησε τον 4o αι., ονόμασε τον γιο του Βαλεριανό νοβελίσιμο αλλά όχι καίσαρα. Τον 5o αι. ο τύραννος της Βρετανίας και Γαλατίας στα χρόνια της βασιλείας του Ονωρίου ονόμασε τον μεγαλύτερο γιο του, Κωνστάντιο, καίσαρα και τον δεύτερο, Ιουλιανό, νοβελίσιμο. Ο Ιουστινιανός χρησιμοποιούσε αντί του τίτλου αυτού εκείνον του κυροπαλάτου, αλλά τον 8o αι. ο Κωνσταντίνος Ε’ επανέφερε σε ισχύ τον τίτλο του ε. Τα διάσημα του τίτλου ήταν χλαμύδα, χιτώνιο και ζώνη.
* * *-ές (AM ἐπιφανής) [επιφαίνω]1. (για προσ.) διακεκριμένος, διάσημος, περίφημος, ένδοξος («τίνα οἶκον αἰνέων ὀνυμάξομαι ἐπιφανέστερον Ἑλλάδι πυθέσθαι», Πίνδ.)μσν.(το υπερθ.) ἐπιφανέστατος (nobilissimus)τιμητικός τίτλος τών μελών τής βασιλικής οικογένειας, αλλιώς νοβελίσιμοςαρχ.1. (για θεούς) ορατός σε όλους, φανερός, καταφανής («ἐπιφανεῑς πανταχοῡ ὄντες εὐεύρετοι ἄν εἶεν», Ξεν.)2. αυτός που παρευρίσκεται για βοήθεια («τοὺς εἰσηγησαμένους ὡς ἐπιφανεστάτους θεοὺς τετιμηκέναι», Διόδ.)3. (για τόπους και πράγμ.) καταφανής, περιφανής («ἐν τῇ πόλει, ἐπιφανεῑ οὔσῃ ἔξωθεν», Θουκ.)4. κατάδηλος, φανερός («ἐκ τῶν ἐπιφανεστάτων σημείων», Θουκ.)5. (για πράγμ.) άξιος προσοχής, αξιοσημείωτος («οὗτοι μἐν σφεῶν οἱ ἐπιφανέστατοι νόμοι εἰσί», Ηρόδ.)6. τίτλος βασιλέων τής Ανατολής, όπως π.χ. τού Αντιόχου.επίρρ...επιφανώς (Α ἐπιφανῶς)κατά τρόπο επιφανή, περιφανώς, λαμπρώς, με διακρίσειςαρχ.φανερά, σαφώς, αναφανδόν.
Dictionary of Greek. 2013.